Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γνώμης θείας

  • 1 εὐσύνετος

    εὐσύνετος, old [dialect] Att. [pref] εὐξ-, ον,
    A quick of apprehension, Arist.EN 1143a11; - ώτεροι εἰς ταῦτα ib. 1181b11: c. gen.,

    γνώμης θείας Porph.

    ad Il. p.324 S. Adv. - τως Suid. s.v. ἀστικῶς: [comp] Comp. - ώτερον Th.4.18.
    II easily understood,

    ξυνετοῖς E.IT 1092

    (lyr.);

    διανόημα Phld.Po.2.40

    ; κέντροις εὐσυνέτοις Epigr.Astrol.Oxy.464.42 (iii A.D.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐσύνετος

  • 2 κοινωνός

    κοινωνός, οῦ, ὁ and (s. κοινός and cognates; Trag. et al.; ins, pap, LXX, Philo, Joseph., Just.)
    one who takes part in someth. with someone, companion, partner, sharer.
    with someone, expressed
    α. by the dat. (Philo, Spec. Leg. 1, 131 θεῷ τινος [‘in someth.’]; Jos., Ant. 8, 239 σοί τινος; Himerius, Or. 48 [=Or. 14], 15 κ. ἐκείνοις τῆς γνώμης=with those men [the seven wise men] in knowledge) ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι (who) were partners (in business) with Simon Lk 5:10 (not a t.t. here, but cp. PAmh 100, 4: Hermes the fisherman takes Cornelius as his κ.=partner; sim. Diod S 8, 5, 3 ὁ κ.=partner; BGU 1123, 4; s. New Docs 1, 85; 3, 19).
    β. by the gen. (Pr 28:24; Is 1:23; Mal 2:14; Orig., C. Cels. 3, 69, 33) κ. τῶν οὕτως ἀναστρεφομένων γενηθέντες Hb 10:33. Of a martyr (who shares a bloody death w. Christ) Χριστοῦ MPol 6:2; cp. 17:3. κ. τῶν δαιμονίων be a partner w. the divinities (of polytheists) (in the sacrifices offered to them) 1 Cor 10:20 (κ. τραπέζης τῶν δαιμονίων Orig., C. Cels. 8, 24, 32.—HGressmann, ῾Η κοινωνία τῶν δαιμονίων: ZNW 20, 1921, 224–30; Clemen2 182–88).
    γ. by μετά and gen. μετὰ τοῦ πνεύματος κ. Hs 5, 6, 6.
    in someth., expressed
    α. by the gen. of thing (Diod S 14, 61, 5; Epict. 3, 22, 63 κ. τῆς βασιλείας [of the Cynic]; Plut., Mor. 45e; 819c, Brut. 13, 5; Aelian, VH 2, 24; Appian, Samn. 10 §12 τ. ἀγαθῶν; Maximus Tyr. 31, 5c; Sir 6:10; Esth 8:12n; Jos., Vi. 142, Ant. 4, 177 κ. τῆς ταλαιπωρίας; Just., A II, 2, 6 κ. τῶν ἀδικημάτων). κ. τοῦ θυσιαστηρίου 1 Cor 10:l8 (Pla., Ep. 7, 350c κοινωνὸς ἱερῶν; Philo, Spec. Leg. 1, 221 κοινωνὸν τοῦ βωμοῦ). τῶν παθημάτων (Diod S 4, 20, 2 τῶν κακοπαθειῶν κ.), τῆς παρακλήσεως 2 Cor 1:7. ὁ τῆς μελλούσης ἀποκαλύπτεσθαι δόξης κ. 1 Pt 5:1. θείας φύσεως 2 Pt 1:4 (cp. the ins fr. Commagene under κοινωνέω 1a; on the subj. s. also Plut., Mor. 781a). τῆς μοιχείας a partner in adultery Hm 4, 1, 5 (Socrat., Ep. 7, 1 κοι. τ. ἀδικήματος; Polyaenus 2, 14, 1 κ. τῆς ἐπαναστάσεως in the uprising). ἀμφότεροι κοινωνοὶ τοῦ ἔργου τ. δικαίου Hs 2:9 (Pla., Ep. 7, 325a ἀνοσίων αὐτοῖς ἔργων κοι.).
    β. by ἐν: D 4:8. ἐν τῷ ἀφθάρτῳ κ. in what is imperishable B 19:8.
    with someone in someth. αὐτῶν κ. ἐν τῷ αἵματι τῶν προφητῶν Mt 23:30.
    abs. (4 Km 17:11) κ. ἐμὸς καὶ συνεργός 2 Cor 8:23 (for the combination of κ. and συνεργός cp. the first two Plut.-pass. given under bα; also X., Mem. 2, 6, 26). ἔχειν τινὰ κοινωνόν consider someone a partner Phlm 17 (of Eve: κοινωνὸν δὲ καὶ τὸν ἄνδρα δέχεται Did., Gen. 82, 28; cp. Diod S 18, 53, 6 ἔσχε κοινωνοὺς τ. αὐτῶν ἐλπίδων).
    one who permits someone else to share in someth., sharer τινί τινος: τῶν ἀποκαλυφθέντων ἡμῖν γινόμεθα ὑμῖν κοινωνοί we let you share in what has been revealed to us Dg 11:8.—The concrete mng. ‘member’ (Idomeneus Hist. [III B.C.]: 338 Fgm. 8 Jac. κ. τῆς προαιρέσεως=‘member of the party’) does not seem to be found in our lit.—DELG s.v. κοινός. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κοινωνός

См. также в других словарях:

  • ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам …   Православная энциклопедия

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • δόγμα — Όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη νομική επιστήμη για να προσδιορίσει ένα διάταγμα ή έναν νόμο που θεσπιζόταν από τις επίσημες αρχές, χωρίς δυνατότητα συζήτησης ή αντίρρησης. Στις φιλοσοφικές σχολές δ. ονομάστηκαν οι θεμελιώδεις αρχές κάθε… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»